- φαύνος
- Ρωμαϊκός θεός του δάσους (λεγόταν και Σιλουανός από το λατινικό silva = δάσος), προστάτης κυρίως των βοσκών, όμοιος με τον ελληνικό Πάνα.
Μια σπουδαία ρωμαϊκή γιορτή, τα Λουπερκάλια, γινόταν προς τιμή του. Ο Φ. εικονίζεται γενειοφόρος, να κρατά κέρας αφθονίας ή ρόπαλο και στεφανωμένος με φύλλα.
Άγαλμα του ρωμαϊκού θεού Φαύνου, στην Πομπηία.
* * *Α(κατά τον Ησύχ.) «φαίνων ἑαυτόν».[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φᾰF- < ΙΕ ρίζα *bhә2-w- «λάμπω, φωτίζω» (βλ. λ. φως) + κατάλ. -νος (πρβλ. στιλπ-νός)].
Dictionary of Greek. 2013.